- καλοστράτισμα
- τοτο να οδηγεί κάποιος κάποιον σε ομαλό δρόμο, καθοδήγηση: Οι στρατιώτες τον ευχαρίστησαν για το καλοστράτισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλοστράτισμα — το [καλοστρατίζω] 1. το να οδηγεί κανείς κάποιον σε ομαλό δρόμο 2. μτφ. το να ακολουθεί ένας καλό, ηθικό δρόμο 3. μτφ. η ηθική καθοδήγηση, η προτροπή προς τον καλό, τον ενάρετο δρόμο … Dictionary of Greek